- ακράνοιχτος
- -η, -ο [ακρανοίγω]1. λίγο ανοιγμένος, μισανοιγμένος2. εντελώς ανοιγμένος, ορθάνοιχτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] … Dictionary of Greek